Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
View word page
προκαταλαμβάνω
to seize beforehand, preoccupy

ShortDef

to seize beforehand, preoccupy

Debugging

Headword:
προκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
προκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλαμβανω
IDX:
73939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73940
Key:

Data

{'content': 'to seize beforehand, preoccupy'}