Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
View word page
προκαταλαγχάνω
obtain by lot beforehand

ShortDef

obtain by lot beforehand

Debugging

Headword:
προκαταλαγχάνω
Headword (normalized):
προκαταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλαγχανω
IDX:
73938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73939
Key:

Data

{'content': 'obtain by lot beforehand'}