Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
View word page
προκατακρίνω
form a prejudgement of

ShortDef

form a prejudgement of

Debugging

Headword:
προκατακρίνω
Headword (normalized):
προκατακρίνω
Headword (normalized/stripped):
προκατακρινω
IDX:
73937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73938
Key:

Data

{'content': 'form a prejudgement of'}