Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
View word page
προκατακόπτω
cut up beforehand

ShortDef

cut up beforehand

Debugging

Headword:
προκατακόπτω
Headword (normalized):
προκατακόπτω
Headword (normalized/stripped):
προκατακοπτω
IDX:
73936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73937
Key:

Data

{'content': 'cut up beforehand'}