Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
View word page
προκατακνίζω
pick, trim first

ShortDef

pick, trim first

Debugging

Headword:
προκατακνίζω
Headword (normalized):
προκατακνίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατακνιζω
IDX:
73935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73936
Key:

Data

{'content': 'pick, trim first'}