Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
View word page
προκατακλύζω
wash beforehand

ShortDef

wash beforehand

Debugging

Headword:
προκατακλύζω
Headword (normalized):
προκατακλύζω
Headword (normalized/stripped):
προκατακλυζω
IDX:
73934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73935
Key:

Data

{'content': 'wash beforehand'}