Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
View word page
προκατακλίνω
to make to lie down before
ShortDef
to make to lie down before
Debugging
Headword:
προκατακλίνω
Headword (normalized):
προκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
προκατακλινω
IDX:
73932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73933
Key:
Data
{'content': 'to make to lie down before'}