Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
View word page
προκατακλάω
shatter before

ShortDef

shatter before

Debugging

Headword:
προκατακλάω
Headword (normalized):
προκατακλάω
Headword (normalized/stripped):
προκατακλαω
IDX:
73931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73932
Key:

Data

{'content': 'shatter before'}