Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
View word page
προκατάκειμαι
to lie down before

ShortDef

to lie down before

Debugging

Headword:
προκατάκειμαι
Headword (normalized):
προκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προκατακειμαι
IDX:
73930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73931
Key:

Data

{'content': 'to lie down before'}