Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
View word page
προκατακαίω
to burn all before one

ShortDef

to burn all before one

Debugging

Headword:
προκατακαίω
Headword (normalized):
προκατακαίω
Headword (normalized/stripped):
προκατακαιω
IDX:
73929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73930
Key:

Data

{'content': 'to burn all before one'}