Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
View word page
ἄνεσις
a loosening, relaxing

ShortDef

a loosening, relaxing

Debugging

Headword:
ἄνεσις
Headword (normalized):
ἄνεσις
Headword (normalized/stripped):
ανεσις
IDX:
7392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7393
Key:

Data

{'content': 'a loosening, relaxing'}