Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
View word page
προκαταθήγω
sharpen at the point before

ShortDef

sharpen at the point before

Debugging

Headword:
προκαταθήγω
Headword (normalized):
προκαταθήγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταθηγω
IDX:
73926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73927
Key:

Data

{'content': 'sharpen at the point before'}