Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
View word page
προκαταδύνω
set before

ShortDef

set before

Debugging

Headword:
προκαταδύνω
Headword (normalized):
προκαταδύνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταδυνω
IDX:
73924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73925
Key:

Data

{'content': 'set before'}