Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
View word page
προκαταδουλόομαι
to be subdued before

ShortDef

to be subdued before

Debugging

Headword:
προκαταδουλόομαι
Headword (normalized):
προκαταδουλόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταδουλοομαι
IDX:
73923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73924
Key:

Data

{'content': 'to be subdued before'}