Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
προκατακλάω
προκατακλίνω
View word page
προκαταδικάζομαι
to be condemned before

ShortDef

to be condemned before

Debugging

Headword:
προκαταδικάζομαι
Headword (normalized):
προκαταδικάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταδικαζομαι
IDX:
73922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73923
Key:

Data

{'content': 'to be condemned before'}