Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
προκατακαίω
προκατάκειμαι
View word page
προκαταγωγή
a coming into port before

ShortDef

a coming into port before

Debugging

Headword:
προκαταγωγή
Headword (normalized):
προκαταγωγή
Headword (normalized/stripped):
προκαταγωγη
IDX:
73920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73921
Key:

Data

{'content': 'a coming into port before'}