Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
προκαταιονάω
προκαταίρω
View word page
προκατάγομαι
to get into harbour before

ShortDef

to get into harbour before

Debugging

Headword:
προκατάγομαι
Headword (normalized):
προκατάγομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταγομαι
IDX:
73918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73919
Key:

Data

{'content': 'to get into harbour before'}