Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
προκαταθήγω
View word page
προκαταγιγνώσκω
to vote against beforehand, condemn by a prejudgment
ShortDef
to vote against beforehand, condemn by a prejudgment
Debugging
Headword:
προκαταγιγνώσκω
Headword (normalized):
προκαταγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προκαταγιγνωσκω
IDX:
73916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73917
Key:
Data
{'content': 'to vote against beforehand, condemn by a prejudgment'}