Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
προκαταδουλόομαι
προκαταδύνω
προκαταθέω
View word page
προκαταγελάω
ridicule before

ShortDef

ridicule before

Debugging

Headword:
προκαταγελάω
Headword (normalized):
προκαταγελάω
Headword (normalized/stripped):
προκαταγελαω
IDX:
73915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73916
Key:

Data

{'content': 'ridicule before'}