Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
προκαταγωνίζομαι
προκαταδικάζομαι
View word page
προκαταβρέχω
soak beforehand

ShortDef

soak beforehand

Debugging

Headword:
προκαταβρέχω
Headword (normalized):
προκαταβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προκαταβρεχω
IDX:
73912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73913
Key:

Data

{'content': 'soak beforehand'}