Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
προκαταγράφω
προκαταγωγή
View word page
προκαταβλάπτω
injure first

ShortDef

injure first

Debugging

Headword:
προκαταβλάπτω
Headword (normalized):
προκαταβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
προκαταβλαπτω
IDX:
73910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73911
Key:

Data

{'content': 'injure first'}