Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
View word page
ἀνεσθίω
eat away
ShortDef
eat away
Debugging
Headword:
ἀνεσθίω
Headword (normalized):
ἀνεσθίω
Headword (normalized/stripped):
ανεσθιω
IDX:
7390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7391
Key:
Data
{'content': 'eat away'}