Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγνυμαι
προκατάγομαι
View word page
προκαταβάλλω
apply first
ShortDef
apply first
Debugging
Headword:
προκαταβάλλω
Headword (normalized):
προκαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προκαταβαλλω
IDX:
73908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73909
Key:
Data
{'content': 'apply first'}