Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
προκαταγιγνώσκω
View word page
προκάρπιον
the part of the hand next the καρπός

ShortDef

the part of the hand next the καρπός

Debugging

Headword:
προκάρπιον
Headword (normalized):
προκάρπιον
Headword (normalized/stripped):
προκαρπιον
IDX:
73906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73907
Key:

Data

{'content': 'the part of the hand next the καρπός'}