Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
προκαταγγέλλω
προκατάγγελσις
προκαταγελάω
View word page
προκαρόομαι
to be affected with drowsiness before

ShortDef

to be affected with drowsiness before

Debugging

Headword:
προκαρόομαι
Headword (normalized):
προκαρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαροομαι
IDX:
73905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73906
Key:

Data

{'content': 'to be affected with drowsiness before'}