Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
προκαταβρέχω
View word page
προκάμπυλος
bentforward

ShortDef

bentforward

Debugging

Headword:
προκάμπυλος
Headword (normalized):
προκάμπυλος
Headword (normalized/stripped):
προκαμπυλος
IDX:
73902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73903
Key:

Data

{'content': 'bentforward'}