Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
προκαταβολή
View word page
προκάμνω
to work
ShortDef
to work
Debugging
Headword:
προκάμνω
Headword (normalized):
προκάμνω
Headword (normalized/stripped):
προκαμνω
IDX:
73901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73902
Key:
Data
{'content': 'to work'}