Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
προκαταβλάπτω
View word page
προκαλύπτω
to hang before as a covering

ShortDef

to hang before as a covering

Debugging

Headword:
προκαλύπτω
Headword (normalized):
προκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
προκαλυπτω
IDX:
73900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73901
Key:

Data

{'content': 'to hang before as a covering'}