Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
προκαταβάπτω
View word page
προκάλυμμα
anything put before, a curtain

ShortDef

anything put before, a curtain

Debugging

Headword:
προκάλυμμα
Headword (normalized):
προκάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
προκαλυμμα
IDX:
73899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73900
Key:

Data

{'content': 'anything put before, a curtain'}