Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνερκής
ἀνερμάτιστος
ἀνερμήνευτος
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθρίαστος
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
View word page
ἀνερωτητέον
one must interrogate

ShortDef

one must interrogate

Debugging

Headword:
ἀνερωτητέον
Headword (normalized):
ἀνερωτητέον
Headword (normalized/stripped):
ανερωτητεον
IDX:
7389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7390
Key:

Data

{'content': 'one must interrogate'}