Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
View word page
ἀγριοδαίτης
eating wild fruits

ShortDef

eating wild fruits

Debugging

Headword:
ἀγριοδαίτης
Headword (normalized):
ἀγριοδαίτης
Headword (normalized/stripped):
αγριοδαιτης
IDX:
738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-739
Key:

Data

{'content': 'eating wild fruits'}