Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
προκαταβάλλω
View word page
προκαλινδέομαι
to fall prostrate before another
ShortDef
to fall prostrate before another
Debugging
Headword:
προκαλινδέομαι
Headword (normalized):
προκαλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαλινδεομαι
IDX:
73898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73899
Key:
Data
{'content': 'to fall prostrate before another'}