Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
προκάρπιον
προκαταβαίνω
View word page
προκαλίζομαι
to call forth

ShortDef

to call forth

Debugging

Headword:
προκαλίζομαι
Headword (normalized):
προκαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαλιζομαι
IDX:
73897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73898
Key:

Data

{'content': 'to call forth'}