Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
προκάρδιον
προκάρηνος
προκαρόομαι
View word page
προκάλεσμα
irritamentum

ShortDef

irritamentum

Debugging

Headword:
προκάλεσμα
Headword (normalized):
προκάλεσμα
Headword (normalized/stripped):
προκαλεσμα
IDX:
73895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73896
Key:

Data

{'content': 'irritamentum'}