Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
προκάμπυλος
View word page
προκακοπαθέω
suffer before
ShortDef
suffer before
Debugging
Headword:
προκακοπαθέω
Headword (normalized):
προκακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
προκακοπαθεω
IDX:
73892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73893
Key:
Data
{'content': 'suffer before'}