Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
προκάμνω
View word page
προκακόομαι
to be afflicted before

ShortDef

to be afflicted before

Debugging

Headword:
προκακόομαι
Headword (normalized):
προκακόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκακοομαι
IDX:
73891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73892
Key:

Data

{'content': 'to be afflicted before'}