Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
προκαλύπτω
View word page
προκαίω
to burn before
ShortDef
to burn before
Debugging
Headword:
προκαίω
Headword (normalized):
προκαίω
Headword (normalized/stripped):
προκαιω
IDX:
73890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73891
Key:
Data
{'content': 'to burn before'}