Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
προκάλυμμα
View word page
πρόκαιρος
prematurely
ShortDef
prematurely
Debugging
Headword:
πρόκαιρος
Headword (normalized):
πρόκαιρος
Headword (normalized/stripped):
προκαιρος
IDX:
73889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73890
Key:
Data
{'content': 'prematurely'}