Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
προκαλίζομαι
προκαλινδέομαι
View word page
προκαθοσιόομαι
to be dedicated before

ShortDef

to be dedicated before

Debugging

Headword:
προκαθοσιόομαι
Headword (normalized):
προκαθοσιόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθοσιοομαι
IDX:
73888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73889
Key:

Data

{'content': 'to be dedicated before'}