Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
προκαλέω
View word page
προκαθίστημι
to set before

ShortDef

to set before

Debugging

Headword:
προκαθίστημι
Headword (normalized):
προκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιστημι
IDX:
73886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73887
Key:

Data

{'content': 'to set before'}