Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
προκάλεσμα
View word page
προκάθισις
sitting in public

ShortDef

sitting in public

Debugging

Headword:
προκάθισις
Headword (normalized):
προκάθισις
Headword (normalized/stripped):
προκαθισις
IDX:
73885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73886
Key:

Data

{'content': 'sitting in public'}