Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
προκαλέομαι
View word page
προκαθίημι
to let down beforehand

ShortDef

to let down beforehand

Debugging

Headword:
προκαθίημι
Headword (normalized):
προκαθίημι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιημι
IDX:
73884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73885
Key:

Data

{'content': 'to let down beforehand'}