Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
πρόκακος
View word page
προκαθίζω
to sit down
ShortDef
to sit down
Debugging
Headword:
προκαθίζω
Headword (normalized):
προκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
προκαθιζω
IDX:
73883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73884
Key:
Data
{'content': 'to sit down'}