Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
προκακοπαθέω
View word page
προκαθιζάνω
cause to sit down in

ShortDef

cause to sit down in

Debugging

Headword:
προκαθιζάνω
Headword (normalized):
προκαθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαθιζανω
IDX:
73882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73883
Key:

Data

{'content': 'cause to sit down in'}