Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
προκακόομαι
View word page
προκαθιερόομαι
to be consecrated before

ShortDef

to be consecrated before

Debugging

Headword:
προκαθιερόομαι
Headword (normalized):
προκαθιερόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιεροομαι
IDX:
73881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73882
Key:

Data

{'content': 'to be consecrated before'}