Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
προκαίω
View word page
προκαθιδρύομαι
to be seated before

ShortDef

to be seated before

Debugging

Headword:
προκαθιδρύομαι
Headword (normalized):
προκαθιδρύομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθιδρυομαι
IDX:
73880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73881
Key:

Data

{'content': 'to be seated before'}