Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
πρόκαιρος
View word page
προκάθημαι
to be seated before

ShortDef

to be seated before

Debugging

Headword:
προκάθημαι
Headword (normalized):
προκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
προκαθημαι
IDX:
73879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73880
Key:

Data

{'content': 'to be seated before'}