Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθοσιόομαι
View word page
προκαθηγητής
leader

ShortDef

leader

Debugging

Headword:
προκαθηγητής
Headword (normalized):
προκαθηγητής
Headword (normalized/stripped):
προκαθηγητης
IDX:
73878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73879
Key:

Data

{'content': 'leader'}