Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθισις
προκαθίστημι
View word page
προκαθηγέτης
leader

ShortDef

leader

Debugging

Headword:
προκαθηγέτης
Headword (normalized):
προκαθηγέτης
Headword (normalized/stripped):
προκαθηγετης
IDX:
73876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73877
Key:

Data

{'content': 'leader'}