Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Προῖτος
προϊχνεύω
προΐωξις
πρόκα
προκαθαιρέω
προκαθαίρω
προκαθαριεύω
προκαθαρπάζω
προκαθάρσιον
προκαθέζομαι
προκαθεύδω
προκαθηγέομαι
προκαθηγέτης
προκαθηγητήρ
προκαθηγητής
προκάθημαι
προκαθιδρύομαι
προκαθιερόομαι
προκαθιζάνω
προκαθίζω
προκαθίημι
View word page
προκαθεύδω
to sleep before

ShortDef

to sleep before

Debugging

Headword:
προκαθεύδω
Headword (normalized):
προκαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
προκαθευδω
IDX:
73874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73875
Key:

Data

{'content': 'to sleep before'}